κέδρινος

κέδρινος
κέδρινος
of cedar
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα …   Dictionary of Greek

  • κέδρινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεδρίνων — κέδρινος of cedar fem gen pl κέδρινος of cedar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίναις — κέδρινος of cedar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνη — κέδρινος of cedar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνην — κέδρινος of cedar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνης — κέδρινος of cedar fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνοις — κέδρινος of cedar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνου — κέδρινος of cedar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”